τσινάω

τσινάω
τσινάω (χωρίς τύπο τσινώ), τσίνησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσινάω — Ν βλ. τσινώ …   Dictionary of Greek

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

  • τσινώ — και τζινώ και τσινάω και τζινάω Ν 1. (για υποζύγιο) α) λακτίζω, κλοτσώ β) αγριεύω 2. μτφ. (για πρόσ.) α) (μτβ.) εξοργίζω κάποιον β) (αμτβ.) εξοργίζομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάζω, με μαλάκωμα τού τ πριν από το ι (πρβλ. κλημα τσ ίδα <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”